Γεννημένοι πριν το 1940.
Γεννημένοι πριν το 1940.
- Φτιάχναμε το πατίνι μας μόνοι μας, από ξύλα κλεμμένα από την απέναντι οικοδομή και παλιά ρουλεμάν από το συνεργείο φορτηγών.
- Μάθαμε ποδήλατο με νοικιασμένα, αφού τα ποδήλατα ήταν πανάκριβη επένδυση για .. μεγάλους.
- Τα νοικιαζόμενα ποδήλατα είχαν στο σκελετό και στο πίσω φτερό καρφιά, για να μη βάζουμε επάνω άλλους δύο, όπως συνηθίζαμε. Όμως καταστρατηγούσαμε το μέτρο με μαξιλάρια από τον καναπέ της μαμάς, που αποκτούσε ξαφνικά ανεξήγητες τρύπες.
- Μαθαίναμε ποδήλατο στα κορίτσια, κρατώντας το από τη σέλα, για ευνόητους λόγους.
- Κυνηγούσαμε σπουργίτια με τις σφεντόνες και τα ψήναμε σε φωτιά που ανάβαμε στην διπλανή οικοδομή, που δεν είχε πλέγματα και επιγραφές με τις οποίες απαγορεύονταν η είσοδος.
- Το μπετόν ανέβαινε στις οροφές της οικοδομής μέσα σε γκαζοτενεκέδες που κουβαλούσαν στην πλάτη τους εργάτες, οι οποίοι ανέβαιναν από ξύλινες σκαλωσιές με κεκλιμένα επίπεδα.
- Κάναμε πόλεμο με σφεντόνες και αυτοσχέδια τόξα, στους δε τραυματίες από βέλη, πέτρες ή καρφιά από τις οικοδομές, δίναμε πρώτες βοήθειες με λάσπη από το δρόμο.
- Κάναμε συμμορίες διεκδικώντας κάποιες τσούπρες και έπεφτε ξύλο ανά γειτονιά για τη διεκδίκησή τους.
- Το βράδυ οι τραυματίες και οι δαρμένοι στους παιδικούς καυγάδες τις έτρωγαν και από τους γονείς τους, για να … μην τσακώνονται άλλη φορά.
- Απαγορευόταν να πηγαίνουν οι μαθητές στο σινεμά, ειδικότερα χωρίς συνοδεία, αλλά εμείς πηγαίναμε κρυφά, και ας ερχόταν καθηγητές για να επιτηρήσουν την τυχόν παράτυπη παρουσία μαθητών.
- Στο διάλειμμα φωνάζαμε επώνυμα σε φίλους που καθόταν στο θεωρείο, αν … «βγήκε ο πατέρας τους από τη φυλακή» γεγονός που έκανε έξαλλους τους πατεράδες, οι οποίοι φυσικά ντρέπονταν για το διασυρμό τους και το «τι θα λέει ο κόσμος» που άκουγε.
-
Στα θρανία καθόμασταν ανά τρεις και οι τάξεις στο Δημοτικό σχολείο είχαν γύρω στους 80 μαθητές.
- Το κάθε θρανίο είχε μελανοδοχείο, στο οποίο συνηθίζαμε να βουτάμε την κοτσίδα της μπροστινής συμμαθήτριάς μας. Τα στυλό μελάνης και τα διαρκείας (BIG) δεν είχαν εφευρεθεί ακόμα. Γράφαμε με πένες.
- Στο σχολείο πηγαίναμε με τα πόδια, περνώντας μέσα από το ποταμάκι , τον «Ποδονίφτη», πατώντας σε πέτρες, ενώ γυρίζοντας καθυστερούσαμε απαράδεκτα πολύ, κυνηγώντας βατράχια και σαύρες, πολλές από τις οποίες βρισκόταν την επομένη στα γραφείο κάποιου αντιπαθητικού καθηγητή.
- … και αντί για καταλήψεις, το σκάγαμε από το σχολείο, για να … σπάσουμε τα τρόλεϊ, ως διαμαρτυρία για την αποικιακή πολιτική της αγγλικής εταιρείας ΠΑΟΥΕΡ η οποία τα εκμεταλλεύονταν, αλλά και την καταδυνάστευση της Κύπρου από τους Άγγλους. Η αστυνομία έκλεινε όσους έπιανε στο κρατητήριο, απ’ όπου τους παρελάμβανε ο πατέρας τραβώντας τους από το αυτί.
- Στον δρόμο οι περαστικοί, μεγάλοι και μικροί, όπως εμείς, σφυρίζαμε και πειράζαμε επίμονα κάθε όμορφη κοπέλα, με αποτέλεσμα να μας έρχεται κατά περίπτωση κάποια τσαντιά.
- Για πρώτη φορά εμφανίστηκαν τα φανάρια για πεζούς. Τα ονόμασαν Γρηγόρη και ο Σταμάτη, ενώ οι αστυνομικοί της Τροχαίας έκοβαν πρόστιμο 10 δραχμές σε όποιον περνούσε από κόκκινο. Πολλοί όμως μεγαλύτερης ηλικίας δεν δέχονταν να περάσουν – σαν πρόβατα, όπως έλεγαν – από όπου τους καθόριζαν άλλοι και περνούσαν παραδίπλα κρατώντας ψηλά και έτοιμο το δεκάρικο για τον αστυνόμο που καιροφυλακτούσε.
- Στα λεωφορεία λαϊκοί ποιητές απήγγειλαν ποιηματάκια για τα νέα φανάρια, όπως : « Μας ήρθε προσφάτως και εδώ στην Αθήνα, το πράσινο κύμα» ή για τα μαρτύρια μιας υπηρετριούλας, που την είχε βασανίσει ένα αντρόγυνο με το καυτό σίδερο σιδερώματος, τη Σπυριδούλα.
-
Την κυκλοφορία στις μεγάλες διασταυρώσεις ρύθμιζαν αστυνομικοί μέσα από ένα βαρέλι με κινήσεις των χεριών τους και του σώματός τους, ενώ οι οδηγοί για να τους δείξουν την ευγνωμοσύνη τους, άφηναν τα Χριστούγεννα και το Πάσχα στοίβες από δώρα γύρω από τα βαρέλια τους.
- Για μπάνιο πηγαίναμε με κάτι 7θέσια ταξί, αμερικάνικης κατασκευής, στα οποία έμπαιναν 8 άτομα με επιπλέον τα παιδιά τους στην αγκαλιά, πληρώνοντας κάποιο συμφωνημένο εισιτήριο.
- Τα ψυγεία λειτουργούσαν με παγοκολώνες που έφερνε ο παγωτατζής με το κάρο φωνάζοντας «πάαααααγος».
- Σε άλλο ανοιχτό κάρο μάζευαν τα σκουπίδια χτυπώντας ένα καμπανάκι και αδειάζοντας τους κουβάδες που οι νοικοκυρές έτρεχαν να βγάλουν έξω μόλις άκουγαν το καμπανάκι.
- Το γιαούρτι και το βούτυρο τα έφερνε χύμα ο γαλατάς φωνάζοντας «έεεεεες». Τα κουβαλούσε σε δύο ταψιά που κουβαλούσε στην πλάτη του στις άκρες ενός κονταριού, από τα οποία έκοβε με κουτάλα την ποσότητα που ζητούσε η νοικοκυρά και την έριχνε στο πιάτο της.
- Τα ταψιά με τα γεμιστά ή το μπουτάκι για ψήσιμο, μεταφέρονταν στο φούρνο της γειτονιάς από τα παιδιά του σπιτιού.
- Ηλεκτρικές κουζίνες δεν υπήρχαν. Οι περισσότεροι μαγείρευαν με γκαζιέρες. Αυτές άναβαν με προσάναμμα βενζίνης σε ένα πιατάκι κάτω από το μπεκ. Η κάθε αδεξιότητα στο άναμμα οδηγούσε σε έκρηξη, πράγμα αρκετά σύνηθες στη γειτονιά μας, οπότε έπεφταν πόρτες, παράθυρα ακόμα και ντουβάρια.
- Όλα τα τρόφιμα, φασόλια τυριά, ζάχαρη κλπ τα αγοράζαμε στον μπακάλη με βερεσέ, από σακιά ή τενεκέδες. Δεν υπήρχε τίποτα συσκευασμένο. Ο μπακάλης πληρώνονταν στην καλύτερη περίπτωση κάθε τέλος του μηνός.
- Αυτοκίνητα υπήρχαν ελάχιστα σε κάθε γειτονιά και όταν εμφανίζονταν έτρεχε πίσω τους για μεγάλη απόσταση ένα τσούρμο παιδιά με αλαλαγμούς, πράγμα εφικτό με τις τότε ταχύτητες που επέτρεπαν οι γεμάτοι πέτρες και λακκούβες χωματόδρομοι.
- Η ανώτατη ταχύτητα των ΙΧ της εποχής ήταν 80 – 90 χλμ/ώρα και ο μοναδικός μας συγγενής μας πήγαινε να την δοκιμάσουμε στον παράδρομο δίπλα στα κάγκελα του αεροδρομίου στο Τατόϊ, προς μεγάλο ενθουσιασμό των παιδιών και με τσιρίδες αποδοκιμασίας των μανάδων.
- Γύρω από τους χωρίς αμπαζούρ λαμπτήρες στα δωμάτια πετούσαν το καλοκαίρι δεκάδες μύγες, που σήμερα εκλείπουν λόγω ρύπανσης. Ο μόνος άλλωστε κλιματισμός ήταν τότε τα ανοικτά παράθυρα.
- Το κάθε σπίτι είχε δυο-τρεις κότες για τα αυγά, συχνά και κουνέλια ή και περιστέρια, όπως εμείς. Ήταν η τροφή των φτωχών, ενώ μείωναν τα σκουπίδια τρώγοντας τα αποφάγια της οικογένειας.
- Πόρτες και παράθυρα σπάνια κλειδώνονταν, αφού οι κλέφτες ήταν σπάνιοι και γνωστοί στη η Χωροφυλακή, η οποία τους έπιανε αμέσως, άσε που υπήρχαν σχεδόν μόνο κλεφτοκοτάδες. Έτσι όταν γίνονταν κάποια κλοπή, τους έπιαναν όλους και τους μαύριζαν στο ξύλο, μέχρις ότου έλεγαν ποιος από αυτούς είχε κλέψει.
- Στα σπίτια η μόνη πηγή πληροφόρησης και ψυχαγωγίας ήταν το ραδιόφωνο (με έναν σταθμό μόνο) που συγκέντρωνε τα βράδια φίλους και παιδιά για να ακούσουν όλοι μαζί το Θέατρο της Δευτέρας ή τα παραμύθια της θείας Λένας.
- Οι εφημερίδες προσέφεραν τη μόνη πολιτική ενημέρωση και τα παιδιά είχαν ρητή εντολή να τις φέρνουν απ’ το περίπτερο στο σπίτι τυλιγμένες ανάποδα, ώστε να μη διαβάζεται ο τίτλος από τους καραδοκούντες χαφιέδες.
- Τα σπίτια ζεσταίνονταν με σόμπα ξύλων ή με το μαγκάλι, που ήταν και αιτία δυστυχημάτων με θανάτους ολόκληρης της οικογένειας από το μονοξείδιο της ατελούς καύσης.
- Το καλοκαίρι με τους καύσωνες, ελλείψει κλιματισμού οι οικογένειες κοιμόνταν στις ταράτσες, όπου οι πατεράδες εξηγούσαν τους αστερισμούς, που σήμερα με τα πολλά φώτα μόνο στην εξοχή φαίνονται καθαρά.
- Σε όποιον αρρώσταινε έβαζαν βεντούζες ή βδέλλες για να γίνει καλά, ενώ το μόνο φάρμακο ήταν η ασπιρίνη.
- ρουαλψηρονιψλεσ.γρ
Θυμάμαι και την κηδεία του αποθανόντος Βασιλέα Γεωργίου, με τον τεράστιο αριθμό των επισήμων να ακολουθεί το φέρετρο, που περνούσε ως παρέλαση από την Πανεπιστημίου, συνοδεία Στρατού και πάνω σε άρμα, με τους δρόμους και τα παράθυρα πηγμένα από το φιλοθεάμων κοινό.
Ποιος να ξέρει αν ήταν μια καλύτερη, πιο ανθρώπινη εποχή ή αν σε εμάς φαίνεται έτσι επειδή θυμίζει τα παιδικά μας βιώματα;
Λίνος Κουντουράς