Αντίο, Φώτη…
Αντίο, Φώτη…
Τέσσερις μήνες πέρασαν από την ημέρα που ο καλός κι’ αγαπημένος μας Φώτης Πατούνης «έφυγε» από τη ζωή, λίγες ώρες πριν από την Ανάσταση.
Η πίκρα, που μας γέμισε ο χαμός του, ήταν τόσο μεγάλη που με παρέλυε και δεν μπορούσα, αν και το προσπαθούσα, να γράψω το στερνό αντίο στο γελαστό παιδί – στο Φώτη μας.
Τον γνωρίσαμε μικρό – μικρό στο περιβόλι τους στο Πέραμα. Εκεί ένα βράδυ που οι γονείς του, Στρατής και Μαρία – ευγενικοί και δοτικοί οικοδεσπότες – μάς έκαναν το τραπέζι, ο Φώτης ξύπνησε από τις κουβέντες και τα γέλια μας. Πλησίασε, κάθισε κοντά μας και με κλαψιάρικες φωνούλες (δεν μιλούσε ακόμα), «ζήτησε» να φάει κι’ αυτός. Η Μαρία έβαλε λίγους κεφτέδες σ’ ένα πιάτο και το έθεσε μπροστά του. Ο Φώτης όμως δεν έτρωγε, συνέχισε να κλαψουρίζει. «Φάε», του έλεγε η μάννα του. Τίποτα αυτός. Και τότε η Μαρία πετάχτηκε από το τραπέζι και έτρεξε προς την κουζίνα λέγοντας: «Ξέρω τι θέλει!».
Γύρισε μ’ ένα άδειο πιάτο στα χέρια της, στο οποίο μετέφερε τους κεφτέδες από το πιάτο του Φώτη. Ο Φώτης χαμογέλασε κι’ άρχισε ευχαριστημένος να τρώει.
Κι’ η μάννα του μας εξήγησε:
«Ξέρετε γιατί δεν έτρωγε πριν; Γιατί το πρώτο πιάτο ήταν πλαστικό! Δεν τρώει παρά μόνο από πιάτο πορσελάνινο!».
Θαυμάσαμε όλοι. Τόσο μικρός και τόσο εκλεκτικός!
Μεγαλώνοντας ο Φώτης πάντα μας εξέπλησσε. ΄Αλλοτε ρωτώντας με: «Γιατί μαζεύεις ελιές από το κτήμα του Λίνου αφού δεν σε πληρώνει;», κι’ άλλοτε με το πάθος του για τα ζώα και τη φύση. Τον θυμάμαι να καβαλικεύει το γαϊδουράκι του παππού Φώτη και να πηγαίνουν μαζί στις Λίμνες για τις δουλειές τους. Τον θυμάμαι, επίσης, τα καλοκαίρια να δουλεύει ή στο πρατήριο βενζίνης του Περάματος ή στο εστιατόριο του Δεσπότη, για να μην επιβαρύνει οικονομικά τους δικούς του. Πάντα ήθελε να έχει τη δική του οικονομική αυτοτέλεια, κι’ ας ήτανε μικρός για βάσανα!
Η απόφασή του να φύγει από τη Μυτιλήνη και να τελειώσει το σχολείο στην Αθήνα, του έδωσε άλλον αέρα και άλλη αυτοπεποίθηση. Επαρχιώτης αυτός εκλέχτηκε, από την πρώτη χρονιά μετεγγραφής του, Πρόεδρος του 15μελούς στο σχολείο του, γιατί αναγνώρισαν, την προσωπικότητα και την αξία του, οι μάγκες μαθητές των δυτικών προαστίων!
Συνδύαζε με κέφι σχολείο το βράδυ και δουλειά το πρωί, χωρίς ποτέ να παραπονιέται, σαν παιδί, για την υπερβολική προσπάθεια που κατέβαλε.
Κι’ όταν τελείωσε το σχολείο, ο Φώτης μόνος του έψαξε και βρήκε δουλειά πλήρους απασχόλησης, κι’ ας μη τα καταφέρνουν, λόγω κρίσης, να βρουν δουλειά άλλοι μεγαλύτεροι και εμπειρότεροι από κείνον. Και τον εκτίμησαν και τον αγάπησαν στη δουλειά αυτή τα αφεντικά και οι συνάδελφοί του γιατί ήταν φιλότιμος και δουλευταράς!
Τον είδαμε για τελευταία φορά στο Θησείο.
Καθισμένοι στο ισόγειο ζαχαροπλαστείο ενός Ξενοδοχείου, στην οδό Αποστόλου Παύλου, με γυρισμένες τις καρέκλες μας προς τον Ιερό Βράχο, απολαμβάναμε τη θέα του φωτισμένου Παρθενώνα και ξαφνικά…
«Θείε, Θεία, καλησπέρα!» ήταν ο Φώτης!
« Εδώ κάτω καθόσαστε; Εμείς με το φίλο μου ανεβήκαμε στην ταράτσα και ήπιαμε εκεί τον καφέ μας, απολαμβάνοντας καλύτερα τη θέα της Ακρόπολης!».
Να έχεις σπουδάσει και να δουλεύεις ως μηχανικός αυτοκινήτων και να συγκινείσαι από την Ακρόπολη, είναι κάτι τόσο ασυνήθιστο, που μόνο ασυνήθιστοι άνθρωποι, σαν τον Φώτη, το μπορούν.
Δεν ξέρω ποιος το έχει πει, το έχω ξεχάσει, το θυμάμαι, όμως, σαν γνωμικό από το σχολείο:
«Φιλεί το Θείον ον θνήσκει νέος!»
Αγαπά ο Θεός όποιον πεθαίνει νέος!
Αυτό το γνωμικό ας είναι η παρηγοριά και η απάντηση στα «γιατί» των γονιών, των αδελφών και των φίλων του Φώτη.
Τον αγαπούσε ο Θεός και τον πήρε!
΄Ενας άγγελος ήταν ο Φώτης, που πέρασε αγγελίζοντας την εικοσάχρονη ζωή του πάνω στη γη.
΄Ηλθε στη ζωή μας, μάς είπε ένα χαμογελαστό «γεια» και ξανάφυγε.
Σαν το Μικρό Πρίγκιπα του Εξυπερύ επέστρεψε κι ο Φώτης στο δικό του αστέρι, γιατί εκεί τον περίμεναν το δικό του πρόβατο και το δικό του τριαντάφυλλο!
Καλή σου ώρα, Φώτη μας, όπου κι αν είσαι…
Σκόπελος Γέρας, 30 Αυγούστου 2016
Ευαγγελία Καπετάνου
( … για σένα Θεία Λίτσα )