Γεώργιος Κουντουράς
Η Λίτσα (Ευαγγελία Καπετάνου) που ασχολείται χρόνια τώρα με τα Αρχεία των Κουντουράδων, μου έστειλε το παρακάτω σημείωμα και δύο επιστολές, για δημοσίευση, του Παππού μου, Γεωργίου Κουντουρά, προς τον Πατέρα μου Μίλτο.
Ο Παππούς μου έζησε στον Σκόπελο Γέρας της Λέσβου, σε εποχή τουρκοκρατίας, ήταν κτηματίας, αλλά έκανε και διάφορες άλλες δουλειές, υπήρξε δημογέροντας, σπούδασε τα τρία αγόρια του, και έστειλε στο σχολείο την αδελφή τους, γεγονός όχι σύνηθες την εποχή εκείνη. Στο Αρχείο υπάρχει η αλληλογραφία των μελών της οικογένειας Κουντουρά καθώς και ημερολόγιο, που έγραφε για χρόνια ο Παππούς, το οποίο σήμερα μας γνωρίζει εποχές μακρινές που δεν γνωρίσαμε. Δημοσιεύουμε σήμερα την πρώτη επιστολή.
Επιστολή Γ. Κουντουρά προς Μίλτο, 15-9-1925 :
Καριαίς Κάμπος τη 15 7βρίου 1925
Αγαπητέ μοι Μιλτιάδη
Έλαβον το υπό ημερομηνίαν 4 τρέχοντος γράμμα σου και εχάρημεν άπαντες ιδόντες τα καλά και ωφέλημα που γράφεις και που σκέπτεσαι, το ανέγνωσα και το επανέγνωσα και μάλιστα το ανέγνωσα ενώπιον των διδασκάλων του χωριού μας και οι οποίοι τα εγκρίνουν όλα αυτά, δυστυχώς τα θεωρούν ως δυσκατόρθωτα, όχι δι’ άλλο παρά δια το οικονομικόν ζήτημα, διότι ως λέγουν και τους δικαιώνω εις αυτό και εγώ, δεν έχομεν κυβέρνησιν δια να υποστηρίξη τα τοιαύτα, μόνον δίδει τον γλίσχρον αυτόν μισθόν εις τους διδασκάλους, τον μόνον κλάδον που έπρεπε να υποστηρίζη να είναι ο διδάσκαλος, πώς λοιπόν να σκεφθή ο διδάσκαλος και να αφοσιωθή εις το επάγγελμά του τον καιρόν που σκέπτεται πώς να ζήση την οικογένειάν του. Τέλος πάντων ας ελπίζομεν ίσως ο καιρός ανοίξη τα μάτια μας και μας διαφωτίση όλους ημάς εις την ευθείαν αυτήν οδόν προ πάντων δε τας κατά καιρόν κυβερνήσεις μας. Γνωρίζεις πιστεύω κάποιον Ευστράτιον Σαντορινιόν τον επονομαζόμενον Καφάν αυτός ήτον εις την Μακεδονίαν χάριν εργασίας και ήλθεν προ μιας εβδομάδος, αυτός αγαπά να πολυκουβεντιάζη, εις ένα κύκλον λοιπόν έτυχον και εγώ, έλεγεν ότι επήγεν εις το Άγιον όρος και διηγούντο ότι υπάρχουν μοναστήρια κοινόβια και ιδιόρρυθμα, υπάρχουν δε και τα λεγόμενα σκήται επάνω εις τα βουνά, ή μάλλον επάνω εις τους βράχους, που υπάρχει εις και μόνος ασκητής και ζη μόνος εις το ύπαιθρο μόνο με λίγο ψωμί και λίγο νερό το οποίον του το πηγαίνει από τα κοινόβια μοναστήρια κάθε τρεις ημέρας, χωρίς να ίδη κανένα ή να φανή εις κανένα, διότι και ο κομιστής της τροφής του δεν τον βλέπει, μόνον έχει ένα σχοινί κρεμασμένον από την σκήτην του και δένει το ψωμί και το τραβά αυτός επάνω, όταν δεν αποθάνη βλέπουν ότι η τροφή δεν εσύρθη επάνω και τότε πηγαίνουν και τον ευρίσκουν και τον θάπτουν εις αυτό το ίδιον μέρος. Τότε εγώ ερώτησα «τι κάμει αυτός ο ασκητής εκεί επάνω;», λέγει ότι αυτός η μόνη δουλειά (του) είναι να μελετά τα εκκλησιαστικά βιβλία, τότε εις απάντησιν εγώ τον είπον ότι «αυτοί οι άνθρωποι είναι κακούργοι, διότι αυτοί οι άνθρωποι δεν βαδίζουν κατά τα παραγγέλματα της θρησκείας μας, αλλά τους οδηγεί ο διάβολος και πάνε εκεί επάνω και τερματίζουν τον βίον των, λοιπόν όταν επήρα το γράμμα σου το επήγα και το ανέγνωσα εις τον Καφάν και τον λέγω «ιδού, Κύριε, ποιοι είναι οι Άγιοι άνθρωποι και όχι αυτοί οι αυτοκτονούντες», τότε και αυτός συμφώνησε μαζί μου και με λέγει «έχεις δίκαιον, πράγματι αυτοί είναι κακούργοι ως τους είπες». Τέλος πάντων ας τα αφήσομεν αυτά και ας έλθομεν εις ένα άλλο ζήτημα. Είδον την κάρταν που είχες τον Γεώργιον, ευχαριστήθην δια τα καλά λόγια που τον γράφεις, σε περικαλώ όμως οπόταν, ή όχι οπόταν αλλά εις άλλην μίαν κάρταν να τον ειπής ότι εσείς, δηλαδή Ο Γιαννάκης, συ και ο Παναγιώτης, ότι δεν ενθυμήσαι ποτέ να ήλθετε εις ρήξιν εις το μεταξύ σας, ούτε μικροί ούτε τώρα που μεγαλώσατε, και να τον λέγεις ότι μανθάνεις ότι σεις, δηλαδή ο Γιώργος με τον Νίκον, κάθε λίγο και λιγάκι μαλώνετε στο μεταξύ σας και λέγετε τόσα κακά λόγια τα οποία εγώ εντρέπομαι που τα ήκουσα ώστε να μην ξανακούσω πλέον ένα τέτοιο πράγμα αλλά να με γράψετε ένα γράμμα και οι δυο σας εκ συμφώνου και να με λέγετε ότι εις το εξής αποφασίσατε ποτέ πλέον δεν θα πήτε κανένα ψυχρόν λόγον στο μεταξύ σας, γράψε τους αυτά διότι η Ευαγγελινή όταν τους δη εις τοιαύτην κατάστασιν κλαίει από τα τοιαύτα καμώματά των, ο δε Αριστείδης θυμώνει και αυτός και προ παντός κατά του Νίκου και τον φορτώνει όσα επίθετα και αν έλθουν εις το στόμα του , το οποίον εγώ κι’ αυτό το αποδοκιμάζω, διότι εγώ δεν ενθυμούμαι ποτά να ξεβρίσω τα παιδιά μου και το θεωρώ το μόνον άσχημον πράγμα αυτό. Αρκεί πλέον δι’ αυτά. Νομίζω δε να ευχαριστηθής δι’ όσα σε γράφω. Εδώ περνούμε ως πάντοτε. Το περί υγείας ζήτημα είναι ως πάντοτε και εγώ και η Μήτηρ σου, αλλά δεν πειράζει σεις να είσθε καλά και ημείς πλέον περάσαμε τον καιρόν μας. Το μόνον το οποίον επιθυμούμεν είναι να επιταχύνης την επάνοδόν σου, το ζήτημα της υπηρεσίας πάντοτε εις το ίδιον σημείον, προς το παρόν έχομεν μίαν γραίαν πρόσφυγα προσωρινήν δε πάντοτε, αλλ’ ας τα αφήσωμεν κι’ αυτά είτε ούτως είτε άλλως θα περνούμεν τον καιρόν μας, αν ο Θεός ευδοκήση και ζήσω, σκοπεύω κατά την ερχομένην άνοιξιν, να χαλάσω στα Στράκια τα ντάμια και να τα ξανακτήσω κάπως ευπρεπέστερα δια να πηγαίνετε κάποτε να παραθερίζετε ολίγον και να ενθυμήσθε και ημάς. Ο Γιαννάκης εφέτος δεν ήλθεν έως τώρα, αλλά διότι και ημείς δεν τον προσεκαλέσαμεν δια το ζήτημα της υπηρεσίας. Ο Παναγιώτης εξακολουθεί να έρχεται κάθε Σάββατον και φεύγει πάλιν την Δευτέραν εις Μυτιλήνην. Τα πολιτικά μας τα ίδια και χειρότερα, όσον δι’ ασφάλειαν τιμής ζωής και περιουσίας ας ειπή κ’ άλλος. Προ δέκα πέντε περίπου ημερών, ξεύρεις ο Σπύρος Παπουλής, ετών 85 και η σύζυγός του Μαρία, ετών 80, ευρισκόμενοι εις το εις Δράλια κτήμα των, όπου είχον και περιβόλι, έμεναν δε πάντοτε εκεί, λοιπόν μεταβάντες λησταί, πόσοι άγνωστον, αφού τους ελήστευσαν τους εφόνευσαν έπειτα, το πρωί μεταβάς ο υιός τους Μαλιάκας να τους επισκεφθή, εύρε τα πτώματά των, έχον το μεν του Σπύρου 6 μαχαιριαίς, το δε της Μαρίας 18. Έτρεξε στην σεβαστήν αστυνομίαν η οποία του εζήτησε ζώα να μεταβή εις το εικοσάλπτον απέχον κτήμα, ευτυχώς ανεκάλυψαν τα ίχνη των δραστών, αλλά, δυστυχώς, εντός ολίγου, έχασαν τα ίχνη ως πάντοτε η Ελληνική αστυνομία και ούτω πάγησαν οι δυστυχείς γέροντες εκεί που πάϊσαν τόσοι και τόσοι άλλοι. Τίποτε άλλο προ το παρόν. Άπαντες σε ασπαζόμεθα.
Ο Πατήρ σου
Γεώργιος Ι. Κουντουράς