Ευαγγελίας Καπετάνου, «Δάσκαλοι…»
Οικοδιδάσκαλοι, Υποδιδάσκαλοι, Δάσκαλοι και Δασκαλοδάσκαλοι
«Αγέλαστη΄Ανοιξη»
Ευαγγελία Καπετάνου
Δεκαετία του 1920 στην Ελλάδα
Ο πατέρας μου, Χρυσόστομος Καπετάνος, πριν να συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας του (είχε γεννηθεί το 1903), διορίζεται, από το Υπουργείο Παιδείας, ως προσωρινός υποδιδάσκαλος (δημοδιδάσκαλος κατώτερου βαθμού), σε χωριά της περιοχής των Τρικάλων. Στον Κόκκινο Πύργο και στους Καλογήρους υπηρέτησε από τον Απρίλιο του 1920 μέχρι και το Σεπτέμβριο του 1921.
Την εποχή εκείνη οι δάσκαλοι είχανε στρατευτεί και σταλεί στη Μικρά Ασία και, προκειμένου να κρατηθούν τα σχολεία ανοικτά, το Υπουργείο διόριζε, ως υποδιδάσκαλους, νέους με γυμνασιακές σπουδές.
Οι Καλόγηροι απήχαν από τα Τρίκαλα έξι ώρες με τα πόδια. Όταν ο πατέρας μου παρουσιάστηκε στο σχολείο τους το Σεπτέμβριο του 1921, δεν βρήκε τους μαθητές.
– «Πού είναι τα παιδιά;», ρώτησε.
– «Τα παιδιά είναι στα γίδια. Θα γυρίσουνε σε κανένα μήνα.», του απάντησαν.
Ο ΄Ελληνας Λογοτέχνης, Μενέλαος Λουντέμης, κατά κόσμο Δημήτριος (Τάκης) Βαλασιάδης, γεννήθηκε στην Ανατολική Θράκη το 1912. Πρόσφυγας εγκαθίσταται, με την οικογένειά του, πρώτα στην Αίγινα, μετά στην ΄Εδεσσα και τελικά στο χωριό Εξαπλάτανος της Πέλλας, στο οποίο έζησε από το 1923 μέχρι το 1932. Η εύπορη οικογένεια Βαλασιάδη χρεωκόπησε κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή και ο έφηβος Τάκης, μοναδικό αγόρι από τα πέντε παιδιά της οικογένειας, αναγκάστηκε να εργαστεί σκληρά από τα μικράτα του:
λαντζιέρης, λούστρος, ψάλτης, ακόμη και δάσκαλος σε χωριά της Αλμωπίας. Η Αλμωπία είναι περίκλειστο οροπέδιο στο βορειοδυτικό τμήμα του Νομού Πέλλας και βρίσκεται μεταξύ των ποταμών Λουδία και Αξιού.
Ο Τάκης Βαλασιάδης εμπνεύστηκε το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο – Λουντέμης – από τον ποταμό Λουδία (Λούντα) της νέας του πατρίδας.
Το χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 1934 στο διήγημα «Μιά νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μιά πόλη με πολλά αστέρια», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Εστία».
Στη Δ΄τάξη του εξατάξιου, τότε, Γυμνασίου «απεσύρθη» για πολιτικούς λόγους και αποβλήθηκε απ’ όλα τα Γυμνάσια της Χώρας, όπως σημειώνεται στο Γενικό ΄Ελεγχο του σχολείου.
«Συμπλήρωσε» τις σπουδές του παρακολουθώντας, ως ακροατής, μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, χάρη στη φιλία του με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Νικόλαο Βέη.
Ο Μίλτος Κουντουράς, φιλόλογος, από τους βασικούς εκπροσώπους του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, σπούδασε, με κρατική υποτροφία, Παιδαγωγικά στη Γερμανία (1923-1926) και ανέλαβε τη Διεύθυνση του Διδασκαλείου Θηλέων Θεσσαλονικής στις 30 Μαΐου του 1927.
Στη θέση αυτή υπηρέτησε επί τρία χρόνια (1927-1930) και εφάρμοσε στην πράξη όλα όσα τού ενέπνεαν ο ωραίος ψυχικός του κόσμος και οι στέρεες γνώσεις του για το Σχολείο Εργασίας.
« Κι εδώ ελεύθερη ατομική και ομαδική εργασία των παιδιών, ελεύθερη συζήτηση, συγκεντρώσεις όλου του σχολείου, δουλειά στο περιβόλι και στο βάθος η προσπάθεια να θεμελιωθεί η μόρφωση των παιδιών απάνω σε δικά μας γνήσια ψυχικά θεμέλια», έγραψε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Αλέξανδρος Δελμούζος, για το σχολείο του Κουντουρά.
Δάσκαλος μελλουσών διδασκαλισσών ο Κουντουράς, (δασκαλοδάσκαλος, κατά Λουντέμη), επέδρασε πάνω στις μαθήτριές του σε βαθμό που «έφθανε το όριο της μαγείας. Γέμισε τη βορειότερη Ελλάδα με κορίτσια (δασκάλες) που αγάπησαν τα ωραία πράγματα και τα πνευματικά αγαθά, το παιδί και τη σχολική ζωή, και ορκίζονταν στ’ όνομά του», έγραψε ο επίσης καθηγητής Πανεπιστημίου Χ.Θεοδωρίδης.
Μετά την «Ιερή Τριετία» στο Διδασκαλείο, ο Κουντουράς διορίστηκε ως Σύμβουλος στο Εκπαιδευτικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο του Υπουργείου Παιδείας και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι την απόλυσή του, κατά τις «εκκαθαρίσεις» του Υπουργείου το 1933.
Ο Αλέξανδρος Δελμούζος, φιλόλογος με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία, έχοντας πίσω του μακροχρόνια εκπαιδευτική δράση και διδακτική πράξη, καθώς και τον τίτλο του Εθνικού Παιδαγωγού, εκλέγεται το Νοέμβριο του 1928, ομόφωνα, πρώτος τακτικός καθηγητής στην έδρα της Παιδαγωγικής στη Φιλοσοφική Σχολή του νεοσύστατου, τότε, Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το Φεβρουάριο του 1929 αρχίζει τις παραδόσεις του τις οποίες παρακολουθούν φοιτητές, της Φιλοσοφικής και άλλων σχολών, προορισμένοι να διδάξουν στη Μέση Εκπαίδευση. Ο Δελμούζος, ως καθηγητής Πανεπιστημίου, περισσότερο από την προφορική διδασκαλία, συνηθίζει να συζητεί με τους φοιτητές του τα διάφορα παιδαγωγικά προβλήματα και να επισκέπτεται μαζί τους τα σχολεία και ιδίως το Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης, που διηύθυνε ο Μίλτος Κουντουράς, για να τους δείξει ορισμένες μορφές διδασκαλίας και υψηλής ποιότητας σχολική ζωή.
Δάσκαλος δασκάλων (δασκαλοδάσκαλος) κι ο Δελμούζος σαν τον Μίλτο Κουντουρά, κατόρθωσε, πριν να εξαναγκασθεί σε παραίτηση από τη δικτατορία του Μεταξά, να ιδρύσει, το 1934, το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ο Μενέλαος Λουντέμης, « ο πιο πολυδιαβασμένος ΄Ελληνας έπειτα από τον Νίκο Καζαντζάκη», αυτοδίδακτος συγγραφέας, αναπαριστάνει με ζωντάνια και πειστικότητα διάφορα περιστατικά της παιδικής και νεανικής του ηλικίας, ιδίως στην τετραλογία του Μέλιου που αποτελείται από τα βιβλία:
– Συννεφιάζει
– Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα
– Αγέλαστη ΄Ανοιξη
– Κάτω απ’ τα κάστρα της ελπίδας
Ο πρωταγωνιστής των βιβλίων Μέλιος Καδράς (το όνομα Μέλιος παραπέμπει στο Μενέλαος) έχει πολλά κοινά με τον Λουντέμη. Για παράδειγμα ήρθε κι αυτός κατά τον μεγάλο ξεριζωμό στην Ελλάδα, αποβλήθηκε από τα Γυμνάσια όλης της χώρας, όπως ο Λουντέμης, έζησε στα ίδια μέρη, έκανε το δάσκαλο και υπήρξε βιβλιοθηκάριος.
Στην «Αγέλαστη ΄Ανοιξη», ο Μέλιος φεύγει από την ΄Εδεσσα, όπου βρισκόταν στο προηγούμενο βιβλίο, και γίνεται οικοδιδάσκαλος σ’ ένα χωριό μιας ιδιότροπης ράτσας Σαρακατσάνων, που τον προσλαμβάνουν με μισθό για να διδάξει τα παιδιά τους. Τα παιδιά τούς εννιά μήνες του χρόνου τούς περνούσαν βόσκοντας πρόβατα, κι όχι γίδια όπως οι μαθητές του πατέρα μου, και τους τρεις στο σχολειό. Ο Μέλιος απαιτεί να γίνει ο σχολικός χρόνος εννιά μήνες και δέχεται να γίνει οικοδιδάσκαλος στην Αξιοκώμη. Εκεί θα κάνει νέες φιλίες και νέες έχθρες, ιδιαίτερα με τον καθαρευουσιάνο πτυχιούχο Δημοδιδάσκαλο γειτονικού χωριού, που δεν ανέχεται την έλλειψη πτυχίων του Μέλιου, τον εκπαιδευτικό δημοτικισμό που εφαρμόζει στη διδασκαλία του και την αγάπη που τρέφουν γι’ αυτόν οι μαθητές του. Το κλίμα που δημιουργείται θα οδηγήσει τους κεχαγιάδες της Αξιοκώμης στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να φέρουν τους δασκαλοδάσκαλους για να ελέγξουν και να αποτιμήσουν τη δουλειά του ζόρικου δασκαλάκου, που έχουν στη δούλεψή τους.
Και μια μέρα οι δασκαλοδάσκαλοι ήλθαν.
«Μπήκαν. Ο Μέλιος απ’ το τραπέζι του τους έριξε μια άφοβη, μα φιλόξενη ματιά. ΄Ηταν δυο. ΄Ενας μικρόσωμος, ξανθωπός, ηλικιωμένος άνθρωπος. Κι ένας λιγνός, με φιόγκο και παιδικό ευκίνητο πρόσωπο. Φορούσαν κι οι δυο γυαλιά. Κι οι δυο συνοδεύονταν απ’ τις γυναίκες τους».
Κι ο Μέλιος, αφού τους καλωσόρισε στο «κωμικό σχολειό» του, τους άφησε να διδάξουν τα παιδιά του που ήταν «έτοιμα να υποστούν τις ενιαύσιες εξετάσεις τους», κι εκείνος βρέθηκε στη σέλα του αλόγου του και χάθηκε καλπάζοντας πίσω απ’ τις λοφοσειρές.
Αργά το βράδυ, όταν επέστρεψε στο σπίτι του, τού δώσανε τη «Γραφή» που άφησαν γι’ αυτόν οι δασκαλοδάσκαλοι.
«Αγαπητέ μας συνάδελφε…» άρχιζαν. «Κρίμα να μην έχουμε τη δική σου νιότη και το δικό σου άλογο, για να σε κυνηγήσουμε, να σε φτάσουμε και να σε σφίξουμε στην αγκαλιά μας. Όταν καταλάβαμε σε ποιο σκολειό μπήκαμε, ο δάσκαλός του ήταν πια μακριά. Αγαπητέ μας, σ’ αυτόν τον κόσμο χάσ’ τα όλα, και τη νιότη και τ’ άλογο… Πρόσεξε μόνο μη χάσεις το δρόμο που πήρες. Ακολούθα τον και φώτιζέ τον με τη φωτιά που μας μετάδωσαν σήμερα τα παιδιά του. Μη σε απελπίζει η αγραμματοσύνη των χωρικών, ούτε – πολύ περισσότερο- η πτυχιούχος αγραμματοσύνη των λογίων. Μένουν άστεγοι κάτου απ’ τη σκεπή των περγαμηνών τους. Πίστεψέ μας πως αν ξαναρχίζαμε σήμερα το στάδιό μας, θα το αρχίζαμε σαν «οικοδιδάσκαλοι Αξιοκώμης». Θα το είδες, πιστεύουμε. Η ζωή διαφεντεύεται απ’ τους μισότρελους ή τους μισομορφωμένους. Όλα μισά. Γι’ αυτό, εσύ μείνε ακέραιος. Μείνε καβαλάρης. Κι ας το χάσεις το ωραίο σου άλογο. Μείνε γαντζωμένος σφιχτά, στη ράχη αυτού του αλόγου, κι ας σε ρίξει μαζί του στον γκρεμό!
Αληθινοί σου φίλοι,
γκαρδιακά κι αγαπημένα,
Αλέξανδρος Δελμούζος
Μίλτος Κουντουράς
» Υ.Γ. Διαβάσαμε την «επιστολιμιαίαν διατριβήν» του «ελλογίμου» συναδέλφου σου, του γειτονικού σκολειού… Αλλά, προπάντων, διαβάσαμε την πληρωμένη απάντηση τη δική σου. Είχε την αφελή έμπνευση να μας τα στείλει εδώ για να σε συντρίψει. Ο δυστυχής…
» Φίλε! Γράψε. Μα… δεν το ξέρεις; ΄Εχεις τάλαντο!
Οι ίδιοι»
Κι ο Μέλιος ή Μενέλαος Λουντέμης τούς άκουσε και συνέχισε να γράφει. Τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν», στην Αθήνα το 1938 και με τη Χρυσή Δάφνη Πανευρώπης, στο Παρίσι το 1951.
Διάλεξα ν’ αφηγηθώ αυτά τα γεγονότα της δεκαετίας του 1920, γιατί μ’ αρέσει πολύ που ο Δελμούζος κι ο Κουντουράς, δυό σπουδαίοι παιδαγωγοί που συνεργάστηκαν, τότε, και έμειναν στην ιστορία της εκπαίδευσης, υπάρχουν μαζί, με τα πραγματικά τους ονόματα, και στη λογοτεχνία της Ελλάδας.
Είναι άγνωστο αν ο Λουντέμης ήξερε, όταν έγραψε την «Αγέλαστη ΄Ανοιξη», ότι Δελμούζος και Κουντουράς υπήρξαν φίλοι καρδιακοί, στην ιδιωτική τους ζωή, κι έγιναν και κουμπάροι τη δεκαετία του 1930. Ο Αλέκος Δελμούζος στεφάνωσε το ζευγάρι Μίλτου Κουντουρά και Ολυμπίας Δημούλα και βάφτισε το μονάκριβο γιό τους, Λίνο.
Ευαγγελία Καπετάνου
Υ.Γ. Εύχομαι, από καρδιάς, σ’ όλους τους δασκάλους και μαθητές κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας, Καλή Χρονιά και…
Ευχαριστώ πολύ τον συνάδελφο, φίλο και κουμπάρο μας Βλάση Κουτσούκο γιατί, στους άνυδρους καιρούς που ζούμε, ξανάφερε στη συντροφιά μας τον Λουντέμη και τα βιβλία του!
Η ίδια
Σεπτέμβριος 2013