Η πονηρή αλεπού

23 Μάι 2020 από

Η πονηρή αλεπού

Η αλεπού απ’ την πολλή αγάπη πνίγει και τα παιδάκια της. 

Τα γνωμικά πάντοτε έχουν μια πολύ σωστή βάση.  Έτσι και αυτό.  Δεν είναι λίγοι οι γονείς που λατρεύοντας με λάθος τρόπο τα παιδάκια τους, … τους αλλάζουν τα φώτα.

Για να τα προφυλάξουν εμποδίζουν συχνά την γενικότερη κοινωνική τους επαφή με κάθε καρυδιάς καρύδι, πράγμα πολύ σημαντικό για την σωστή ενηλικίωσή τους και  τα περιορίζουν σε έναν “δικό τους” κύκλο ατόμων και περιβάλλοντος.  Ένα δικό τους γκέτο δηλαδή.  Έτσι τα πολυαγαπημένα τους παιδιά φτάνουν στην ενηλικίωση έχοντας συχνά άγνοια των πραγματικών κοινωνικών συνηθειών.

Ένα παράδειγμα εγώ ο ίδιος.  Μεγάλωσα χωρίς πατέρα (πέθανε πολύ νέος) με μητέρα υπέρ προστατευτική. Μέχρι και τα 18 μου δεν ήθελε να πηγαίνω βόλτα τα βράδια στον παράδρομο της Δεκελείας, όπου συνωστίζονταν η νεολαία, φλερτάροντας οι νεαροί τις κοπελιές, ούτε και στην Φωκίωνος Νέγρη, που ήταν τότε η μακρινότερη γκομενόβολτα.  Έτσι και εγώ, για να ξεφύγω από τον εγκλεισμό, δήλωσα ότι δεν θα τα κατάφερνα στις πανελλήνιες εισαγωγικές εξετάσεις του Πολυτεχνείου, παρόλο που στο βραδινό φροντιστήριο όπου πήγαινα (τα θυμάστε οι παλαιότεροι;) με είχαν για πολύ καλό.  Για σπουδές ήθελα να πάω στη Λυών, ως γαλλομαθής μαθητής της Λεοντείου.  Όμως οικογενειακός μας φίλος, πατέρας του συμμαθητή μου Μιχάλη, ήρθε στην Μάνα μου και της είπε ότι στην Γαλλία με τα έκλυτα ήθη θα κινδυνεύαμε  και ότι καλύτερα θα ήταν να πάω όπως και ο γιός του στην Αυστρία, όπου κάποιος εμπορικός του φίλος θα μας επιτηρούσε.  Έτσι και έγινε.  Πήγα εκεί μη γνωρίζοντας λέξη γερμανικών, έφαγα μήνες και μήνες για να τα μάθω, ενώ ο περίφημος “έμπιστος εμπορικός φίλος”  που θα μας πρόσεχε, αποδείχτηκε μαστροπός και φυλακίστηκε ένα μήνα μετά την άφιξή μας στο Graz.  Αποτέλεσμα όλων αυτών των προστατευτικών ενεργειών, ήταν να κάνω αρκετά περισσότερα χρόνια για να τελειώσω τις σπουδές μου.

Δύο άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα λανθασμένης υπερπροστασίας:  Στο Ναύπλιο όπου έμεινα για κάμποσο διάστημα κάνοντας τη θητεία μου, γνωρίσαμε μια οικογένεια με ένα αγοράκι 4ρων ετών, στην ηλικία περίπου του γιού μου.  Όταν πήγαινα βόλτα με τα παιδιά στο λιμάνι, τα άφηνα να περπατάνε μόνα τους και όταν πήγαιναν πολύ άκρη στην προβλήτα, όπως όλα τα παιδιά και ενώ οι μαμάδες μου φώναζαν να τα προσέχω, τους έλεγα “δεν πειράζει, πηγαίντε στην άκρη και όταν πέσετε στο νερό, θα πάω να τηλεφωνήσω στην πυροσβεστική και θα έρθουν να σας βγάλουν”.  Αυτό τα έκανε ιδιαίτερα προσεκτικά και ενώ με τους γονείς τους, που τα κρατούσαν σφιχτά απ’ το χέρι, τραβιόταν επικίνδυνα προς την άκρη της προβλήτας, με εμένα ήταν πολύ προσεκτικά και συχνά έρχονταν δίπλα μου και μάλιστα από την άλλη μεριά του νερού, αφού είχαν καταλάβει ότι μαζί μου έπρεπε να προσέχουν τα ίδια τον εαυτό τους.  Αυτά η μάνα του ενός από τα παιδιά δεν μου το επέτρεψε ποτέ και στη βόλτα κρατούσε πάντα σφικτά από το χέρι τον γιόκα της.  Να όμως πού οδήγησε αυτός ο υπέρ προστατευτισμός.  Σε μια ταβέρνα που είχαμε πάει όλοι μαζί, ο μικρός, μη έχοντας μάθει να προσέχει ο ίδιος τον εαυτό του, μόλις ξέφυγε προς στιγμή από την εποπτεία της μαμάς του, έπεσε από τη βεράντα της ταβέρνας, δύο μέτρα κάτω στα βότσαλα, με τα άλλα πιτσιρίκια να γελούν και να φωνάζουν ότι είναι … χαζομπεμπές !

Το δεύτερο περιστατικό ήταν στο Μόναχο, με ένα παιδί Γερμανού φίλου μου, με έντονο προστατευτισμό σε σημείο που να μην του έχουν επιτρέψει ποτέ να δει τηλεόραση, για να το γλυτώσουν από την … ακτινοβολία.  Σε μια λοιπόν μεγάλη πισίνα (το Μόναχο είναι πολύ μακριά από κάθε θάλασσα) ανέβηκε στον επάνω βατήρα της πισίνας και ετοιμάστηκε να πηδήξει, αλλά όχι προς το νερό, παρά προς το γρασίδι, στην αριστερή πλευρά του !  Όσοι τον είδαν φώναζαν όχι, όχι, αλλά του κάκου.  Αυτός κούνησε το χέρι στην τρελαμένη μάνα του που έτρεχε προς τα εκεί ξεφωνίζοντας και πήδηξε, σπάζοντας το πόδι του.

Τα είπα όλα αυτά για να εξηγήσω ότι τα παιδιά μας πρέπει να μάθουν από πολύ νωρίς να προσέχουν τον εαυτό τους και να λειτουργούν υπεύθυνα σε ότι κάνουν.

Μια άλλη κακή διαπαιδαγώγηση των παιδιών είναι να τα αφήνουμε να αποφασίζουν εκείνα σε οτιδήποτε τα αφορά.  Ακόμα και ένας ενήλικας έχει μεγάλα ψυχολογικά προβλήματα όταν πρέπει να αποφασίζει ο ίδιος, απόλυτα μόνος του και χωρίς τη συμβολή κανενός άλλου για τα πάντα.  Ένα παράδειγμα οι δικτάτορες της Βόρειας Κορέας.  Χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους και καταλήγουν όλοι τους ψυχασθενείς.  Άλλωστε και οι  κάποιοι Χίτλερ ή Στάλιν, για τον ίδιο λόγο ψυχασθενείς δεν κατέληξαν ;

Θυμάμαι λοιπόν μια μέρα που πήγα να πάρω τον γιό μου από το “αντιαυταρχικό” νηπιαγωγείο του Μονάχου στο οποίο τον στέλναμε. Μπαίνοντας στην αίθουσα είδα τα παιδιά με πινέλα και μπογιές να βάφουν τα πάντα.  Τους τοίχους, τις καρέκλες, τις πόρτες και την δασκάλα.  Μόλις με είδαν έτρεξαν βέβαια να μπογιατίσουν και εμένα.  Στοπ, τους είπα.  “Όποιος με ακουμπήσει θα φάει καρπαζιά”.  Κύριε Λίνο, φωνάζει η δασκάλα, “δεν λέμε τέτοια στα παιδιά, τα αφήνουμε ελεύθερα”.  Αυτό που σας είπα, απάντησα εγώ και ω του θαύματος, τα παιδιά άφησαν τα πινέλα, με πλησίασαν και άρχισαν να μου λένε διάφορα δικά τους και να με ρωτάνε.  Και όχι μόνο αυτό.  Έκτοτε όποτε πήγαινα εκεί, έτρεχαν γύρω μου και ήθελαν να μου πούνε διάφορες δικές τους ιστορίες.  Σαν να είχαν βρει κάποιο στήριγμα που τους έλειπε.  Πιστεύω, κατόπιν και αυτού του γεγονότος, ότι με κάποιες απαγορεύσεις μας βοηθούνται τα παιδιά να καθορίσουν τον χώρο που θα κινούνται με ασφάλεια.  Τον χώρο  που τους δίνει ο περιορισμός σε αποδεκτά πλαίσια.  Διαφορετικά αισθάνονται επί ξύλου κρεμάμενα, όπως άλλωστε και εμείς όταν πρέπει να αποφασίζουμε χωρίς κανένα περιοριστικό πλαίσιο για τα πάντα.  Ας ξεχάσουμε λοιπόν το … «ότι θέλεις εσύ αγαπημένο μου παιδάκι», στο κάθε τι, γιατί αυτές οι αποφάσεις ενός παιδιού στα πάντα του δημιουργούν σημαντική ανασφάλεια και ψυχολογικά προβλήματα.

Μια νέα σχετικά μόδα είναι να μην τρώνε τα παιδιά γλυκά.  Με πρόσφατο κοντινό μου παράδειγμα αναρωτήθηκα, πότε θα επιτρέπεται να φάει ένα κοριτσάκι πχ. παγωτό ή ένα γλυκό, αν όχι στα 3 ή στα 4 του χρόνια.  Πότε;  Στα 9, στα 12, στα 16, στα 18 ή στα 22 ή και ακόμα πιο μετά, όταν θα είναι πλέον μαμά;  Σωστά βέβαια οι μητέρες δεν επιτρέπουν τα πολλά γλυκά στα παιδιά, αλλά γι’ αυτό τα εγγόνια πάνε στους παππούδες, ξεφεύγοντας λιγάκι από τους καθημερινούς περιορισμούς και πολύ σωστά.  Θυμάμαι πχ. τα εγγόνια της συντρόφου μου που πήγαιναν και ξαναπήγαιναν στο ψυγείο για σοκολατάκι και μου έλεγαν : Ένα μόνο.  Μετά από λίγο, πάλι εκεί και πάλι μου έλεγαν : Ένα μόνο, και ούτω καθεξής.  Έλεγα λοιπόν, “μα ένα είπαμε” και έκανα για λίγο ότι δεν καταλαβαίνω, ώστε να μην επιβάλουμε αυστηρή τήρηση της κάθε απαγόρευσης και από παππούδες ή γιαγιάδες, που γι’ αυτό υπάρχουν.  Για να ξεφεύγουν δηλαδή λίγο τα εγγόνια από την πίεση της καθημερινότητας.  Διαφορετικά δημιουργούμε τις προϋποθέσεις, που σε μεγαλύτερη ηλικία, όταν θα μπορεί να αποφασίζει ο καθένας μόνος του, να γίνει το απαγορευμένο παλαιότερα σοκολατάκι ο εχθρός της σιλουέτας μας.  Παν μέτρον άριστον λοιπόν φίλοι μου.

Ένα τρίτο λάθος πολλών γονιών είναι να χρησιμοποιούν το ψέμα ως την πιο εύκολη λύση.  Τι το πιο εύκολο από το να πει η γιαγιά στο εγγόνι που ζητάει παγωτό, ότι δεν έχει.  Αυτό να είστε βέβαιοι ξέρει πολύ καλά το τι υπάρχει και τι όχι.  Το σωστό λοιπόν θα ήταν να του πει ότι δεν το επιτρέπει η μαμά του.  Εκείνη βέβαια δεν το θέλει κατ’ ουδένα τρόπο.  Τότε τι;  Εδώ χρειάζεται συζήτηση και όχι τηλεδιασκέψεις (έστω και αν βρισκόμαστε στην εποχή των κυρίων Χαρδαλιά και Τσιόδρα) ώστε να υπάρξει μια αποδεκτή από όλους γραμμή.  Είθε και μακάρι !

Όχι ψέματα λοιπόν, γιατί έχουν κοντά ποδάρια και τα μωρά μας το διαπιστώνουν άμεσα.  Καλύτερα να εξηγείται με πολύ λίγες κουβέντες το όχι, χωρίς επιχειρήματα, ώστε να γίνεται κατανοητό ότι μία απαγόρευση δεν πρέπει να είναι οπωσδήποτε αποδεκτή από τους πάντες.  Όπως άλλωστε και στη ζωή μας, που οι απαγορεύσεις μας προκύπτουν χωρίς την προηγούμενη αποδοχή ή συναίνεση από εμάς.  Δημοκρατία άλλωστε δεν είναι να αποφασίζουμε όλοι για το κάθε τι, αλλά να επιλέγουμε αυτόν που θέλουμε να αποφασίζει για λόγου μας.  Παράλληλα πρέπει να γίνει κατανοητό στο παιδί, από πολύ μικρή μάλιστα ηλικία, πως αν σε κάτι διαφωνήσει με τους γονείς του ή τους γύρω του, πρέπει να το συζητήσει και να του κάνουμε κατανοητό ότι με κλάματα και τσιρίδες δεν θα πετύχει το παραμικρό.  Έτσι θα ετοιμαστεί για τη ζωή, ενώ διαφορετικά θα τον οδηγήσουμε αργότερα σε ακραίες ενδεχομένως συμπεριφορές.  Οι εκάστοτε αναρχικοί ή εγκληματίες δεν προκύπτουν προφανώς από το DNA, αλλά από τα βιώματα μικρής ηλικίας, ενώ ακόμα και αν το DNA φταίει, αυτό του έχει κληρονομηθεί από τους γονείς του, μέσα από τα δικά τους αρνητικά βιώματα.

 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*