Μίκης Θεοδωράκης
Μίκης Θεοδωράκης: προζύμι της ψυχής και παντιέρα της νιότης μας
2 Σεπτέμβρη 2021.Ο Μίκης έφυγε… Και ξαφνικά επέστρεψαν, από χίλιες μεριές, οι αναμνήσεις της νιότης μας. Τότε, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, που είχαμε τα τραγούδια του ως μουσική υπόκρουση κάθε σκέψης και κάθε πράξης μας. Προζύμι της ψυχής μας ο Μίκης, με τη μουσική και τη στάση της ζωής του, έκανε τα συναισθήματα να φουσκώνουν και να ξεχειλίζουν από την ψυχή μας, κι εμείς να υψώνουμε την παντιέρα της βεβαιότητας ότι η ζωή μπορεί να γίνει καλύτερη.
Στο Πανεπιστήμιο καταργούνται τα εκπαιδευτικά τέλη και η φοίτηση γίνεται δωρεάν. Για πρώτη φορά οι πρωτοετείς του Χημικού τμήματος του ΕΚΠΑ εκλέγουμε πρόεδρο που δεν είναι δεξιός, τον Λευτέρη τον Παπαγιαννάκη. Στο θέατρο παίζεται το έργο του Ιρλανδού Μπρένταν Μπίαν “Ένας Όμηρος”, σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα – Βούλας Δαμιανάκου. Τα ποιήματα του έργου τα έχει μελοποιήσει ο Θεοδωράκης κι εμείς τραγουδάμε, παντού, το «Γελαστό παιδί», για να ξορκίζουμε την ανάμνηση από τον ελληνικό Εμφύλιο, αλλά και για να τιμάμε τον βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη που δολοφονήθηκε από παρακρατικούς.
Παρακολουθούμε μαθήματα Φιλοσοφίας, Ψυχολογίας, Παιδαγωγικών, Λογοτεχνίας, Κοινωνιολογίας και Οικονομικών Επιστημών, στη Σχολή Ελευθέρων Σπουδών του μορφωτικού συλλόγου «Αθήναιον», όπου διδάσκουν ο Ε. Παπανούτσος, ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Αλέξης Δημαράς, ο Β. Φίλιας, ο Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος κ.ά.
Και, κάθε Κυριακή πρωί, στον κινηματογράφο «Έμπασσυ» στο Κολωνάκι, η μύησή μας στην Τέχνη του Κινηματογράφου από τα μέλη της Ελληνικής Ταινιοθήκης: Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, Νίνο Φένεκ Μικελίδη, Βασίλη Ραφαηλίδη, Ροβήρο Μανθούλη κ.ά.
Εκεί είναι που παρακολουθούμε, για πρώτη φορά, Κλασικό Σοβιετικό Κινηματογράφο (κινηματογραφική αναδρομή 1924 -1945) με χαρακτηριστικότερη ταινία τον Οκτώβρη του Σ. Αϊζεστάιν, και μαθαίνουμε την ιστορία της ελληνικής κινηματογραφίας, από τη γέννησή της, με τις ταινίες του Αχιλλέα Μαδρά στην περίοδο του μεσοπολέμου, μέχρι τις πρωτοποριακές ταινίες: Συνοικία το όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961) και Πρόσωπο με πρόσωπο του Ροβήρου Μανθούλη (1966).
Αγοράζουμε τους δίσκους των Θεοδωράκη, Χατζηδάκη και Ξαρχάκου και αδιαφορούμε για την ταμπελο-θεσία που θέλει τον πρώτο αριστερό, τον δεύτερο δεξιό και τον τρίτο να τον διεκδικεί ο Γ. Παπανδρέου για το κέντρο. Κι όμως, όταν ήλθε η δικτατορία των συνταγματαρχών, μόνον ο Θεοδωράκης και η μουσική του τέθηκαν εκτός…νόμου.
Τότε είναι που σκίζαμε τα εξώφυλλα των δίσκων του και τους κρύβαμε ανάμεσα στους δίσκους της κλασικής μουσικής, ελπίζοντας ότι εκεί δεν θα τους βρουν οι διώκτες κάθε αριστερού, όταν θα μας «επισκεφθούν».
Στη δικτατορία, μετά φόβου, ακούγαμε τα τραγούδια του με θεόκλειστα πόρτες και παράθυρα για να μην ακούσει ο διπλανός…Κι ύστερα…ήλθε από το εξωτερικό εκείνη η κουβέντα του Θεοδωράκη: «Καραμανλής ή τανκς», που μας… πάγωσε κι ας θέλαμε, όσο τίποτ’ άλλο, να πέσει η χούντα.
Μεταπολίτευση. Ο Μίκης ξανά εδώ, στην Ελλάδα. Τρέχουμε στις συναυλίες, στα στάδια, και τραγουδάμε μαζί του: «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς…» Και στο τοίχο του σπιτιού μας, κρεμάμε μια μεγάλη ολόσωμη φωτογραφία του Μίκη, με τα χέρια ορθάνοιχτα, σαν φτερά, όπως όταν διηύθυνε την ορχήστρα του, και με την ιστορική φράση του: Τα τραγούδια μου θα ζουν όταν τα τανκς θα έχουν σκουριάσει.
Ακόμα και σήμερα, που γέρασα πια, κάθε φορά που σκύβω να συνομιλήσω μ’ ένα άγριο κυκλάμινο στις εξοχές της Σαλαμίνας, με τους στίχους του Ρίτσου τού τραγουδάω:
« Κυκλάμινο, κυκλάμινο / στου βράχου τη σχισμάδα, / που βρήκες χρώματα κι ανθείς, /που μίσχο και σαλεύεις;
– Μέσα στο βράχο σύναξα / το γαίμα στάλα – στάλα./ μαντήλι ρόδινο έπλεξα / κι’ ήλιο μαζεύω τώρα.»
Αυτές τις μέρες διάβασα στην Καθημερινή της Κυριακής (5 Σεπτεμβρίου 2021) μία συνέντευξη του Μίκη στον Σταύρο Θεοδωράκη και υπογράμμισα το παρακάτω απόσπασμα:
-Τρόμαζε με τη μοναξιά και με τον θάνατο ο Μίκης και μην ακούτε τα άλλα που λένε. Είχε βρει όμως μια δική του θεωρία – όπως σε όλα – που απάλυνε κάπως τους φόβους του.
Υπάρχει τίποτε εκεί πάνω; Τον ρώτησα κάποια στιγμή.
«Όχι βεβαίως τίποτα. Υπάρχει καθαρός ουρανός. Παρότι υπάρχει και η θεωρία ότι είμεθα δισεκατομμύρια μόρια, τα οποία με την αποσύνθεση του σώματος βγαίνουν από τον τάφο και φεύγουν και αυτά όλα πάνε ψηλά».
Δεν χάνεται ο άνθρωπος δηλαδή.
«Ναι! Εγώ βλέπω τη γεύση των προγόνων μου στο κρητικό λάδι ή στα πορτοκάλια της Κρήτης. Υπάρχει μια σύναξη λοιπόν μορίων. Πιστεύω, λοιπόν, εις τη μοριακή ας την πούμε αθανασία. Ο παράδεισος των ανθρώπων και η κόλαση των ανθρώπων είναι όσο ζούνε. Μετά δεν υπάρχει απολύτως τίποτα, είμεθα χώμα και πάμε στο χώμα. Ερχόμεθα από το τίποτα, πηγαίνουμε στο τίποτα. Κάνουμε μια καμπύλη. Αυτή η καμπύλη, όμως, μπροστά στον ήλιο, στα χρώματα – τα χρώματα! – στα αρώματα, στον έρωτα, όλα αυτά, είναι πανέμορφα, είναι μια δωρεά αυτό. Να τη χαρείς, αλλά να ξέρεις ότι έφυγες από εκεί, θα πας εκεί. Δεν σου χρωστάει κανείς τίποτα. Από το τίποτα ήρθες, στο τίποτα θα πας. Αλλά αυτό έχει μεγάλη σημασία: Εδώ μπορεί να γίνεις αθάνατος!» –
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα αυτό το κείμενο κι αναρωτιόμουνα για ώρα: Τι μου θυμίζει αυτή η θέση; Τι μου θυμίζει; Κι έξαφνα, θυμήθηκα! Ναι, μου θυμίζει ένα χωρίς τίτλο ποίημα του Μίλτου Κουντουρά, που το αγαπώ ιδιαίτερα.
Από μια νύχτα επρόβαλα, σε μια νύχτα θα φύγω·
Κάποτε, τίποτε· ύστερα σκιά, σκουλήκι, ζω,
Και τέλος – δόξα μου! – άνθρωπος! ούτε πολύ, ούτε λίγο,
Πλάστης και πλάσμα ανάμεσα σε γη και σ’ ουρανό.
Ποιος μ’ έφερε απ’ την άραχλη τη νύχτα προς τη μέρα;
Τύχη ή Ανάγκη, πίσω μου ή μπρος μου ένας Σκοπός;
Είμαι της Γης παράσιτο, ή μια κραυγή από πέρα,
Είμαι σκοτάδι και στιγμή, ή τάχα αιώνιο φως;
Είμαι τα πάντα! ό,τι έγινε και ό,τι ποτέ θα γίνη
Το πρόβλημα κ’ η λύση του, η λύπη κ’ η χαρά,
Η Φόρμα η καθαρόγραμμη κ’ η Απεραντοσύνη,
Η κίνηση και ο θάνατος, η Ασκήμια κ’ η Ομορφιά.
Μίλτος Κουντουράς, Βερολίνο, 12 Νοεμβρίου 1925
Μίκη, το ποίημα αυτό του Κουντουρά, που γράφτηκε στο Βερολίνο το 1925, λίγους μήνες μετά τη γέννησή σου, τώρα, που φεύγεις, σου το αφιερώνω με αγάπη και σ’ ευχαριστώ που ομόρφυνες και ενέπνευσες τη ζωή μας.
Ευαγγελία Καπετάνου
Νέα Φιλαδέλφεια, 7 Σεπτεμβρίου 2021